Σύγχρονες μέθοδοι αντιμετώπισης του καρκίνου του ορθού: Πώς αλλάζει η ζωή του ασθενούς

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού αποτελεί τον τρίτο πιο συχνό τύπο καρκίνου στην Ευρώπη, μετά τον καρκίνο του αναπνευστικού συστήματος, ενώ είναι η τέταρτη αιτία θανάτου σε άτομα άνω των 70 ετών.

Παρά τα παλαιότερα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας, οι θάνατοι λόγω της συγκεκριμένης μορφής καρκίνου μειώνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν σημειωθεί σημαντικές πρόοδοι τόσο στην έγκαιρη διάγνωση όσο και τη θεραπεία.

Επιπλέον η εφαρμογή της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής στην αντιμετώπιση του καρκίνου του ορθού μειώνει σημαντικά τις επιπλοκές του χειρουργείου και ταυτόχρονα αυξάνει αισθητά την ποιότητα ζωής των ασθενών.

Ποια είναι τα συμπτώματα που υποδεικνύουν την ύπαρξη καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού;

Το ορθό αποτελεί το τελικό τμήμα του παχέος εντέρου πριν από τον πρωκτό, με μήκος περίπου 12-15 εκατοστά, όπου αποθηκεύονται τα κόπρανα πριν την εκκένωση. Λόγω της θέσης του, ο καρκίνος του ορθού και τα συμπτώματά του συχνά συγχέονται με εκείνα άλλων τμημάτων του παχέος εντέρου, αλλά η αντιμετώπισή του διαφέρει. Συνήθως, ο καρκίνος του ορθού ξεκινάει ως μικρή, αρχικά καλοήθης και ασυμπτωματική βλάβη στο βλεννογόνο του εντέρου, που ονομάζεται πολύποδας και αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, με την πάροδο του χρόνου εξελίσσεται σε καρκίνο. Ένα από τα κυριότερα συμπτώματα είναι η εμφάνιση αίματος στα κόπρανα, που συχνά λανθασμένα αποδίδεται σε αιμορροϊδοπάθεια. 

Ανάμεσα στα υπόλοιπα συμπτώματα που απαιτούν άμεση ιατρική αξιολόγηση περιλαμβάνονται:

  • Αλλαγή στις συνήθειες κένωσης (διάρροια, δυσκοιλιότητα)
  • Τεινισμός (αίσθηση ατελούς κένωσης)
  • Έκκριση βλέννης
  • Τοπικός ερεθισμός
  • Αναιμία
  • Αίμα στα κόπρανα
  • Ανεξήγητη απώλεια βάρους
  • Συνεχιζόμενο αίσθημα κόπωσης

Ποιοι παράγοντες συμβάλλουν στην εμφάνιση καρκίνου του ορθού;

Ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου για τον καρκίνο του ορθού είναι η ηλικία, καθώς πάνω από το 80% των περιστατικών παρατηρείται σε άτομα άνω των 60 ετών, με τη μέση ηλικία διάγνωσης να είναι στα 70 έτη. Άτομα με οικογενειακό ιστορικό κολοορθικού καρκίνου θα πρέπει να υποβάλλονται σε κολονοσκόπηση κάθε 5 χρόνια από την ηλικία των 40 ετών ή ακόμα και νωρίτερα.

Επιπλέον, υπάρχουν καλά τεκμηριωμένοι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου του ορθού, όπως οι φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου, η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε κολονοσκόπηση κάθε 1-2 έτη. Επίσης, ορισμένες σπάνιες παθολογικές καταστάσεις, όπως η οικογενής αδενωματώδης πολυποδίαση και το σύνδρομο του Lynch, συνδέονται συχνά με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του ορθού.

Πέραν αυτών, η παχυσαρκία, η έλλειψη φυσικής άσκησης, η κατάχρηση αλκοόλ και η διατροφή πλούσια σε ζωικά λίπη και φτωχή σε φυτικές ίνες και αντιοξειδωτικά, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου.

Πώς γίνεται η διάγνωση του καρκίνου του ορθού;

Η διάγνωση της ασθένειας γίνεται με έναν συνδυασμό κλινικής αξιολόγησης, περιλαμβανομένης της δακτυλικής εξέτασης του ορθού και της ενδοσκόπησης.

Η χρήση ορθοσιγμοειδοσκόπησης και κολονοσκόπησης παρέχει τη δυνατότητα άμεσου ελέγχου του εσωτερικού του οργάνου για την ύπαρξη πολυπόδων ή μαζών και επιτρέπει τη λήψη βιοψίας αν απαιτείται. Αφού έχει γίνει η διάγνωση του καρκίνου του ορθού, γίνεται συνήθως μαγνητική τομογραφία (MRI) ορθού, η οποία παρέχει πολύ σημαντικές πληροφορίες για το στάδιο και τη σοβαρότητα της νόσου. Επίσης, η χρήση διορθικού υπέρηχου μπορεί να παράσχει επιπλέον πληροφορίες για το στάδιο και τη σοβαρότητα της νόσου τοπικά.

Πώς αντιμετωπίζεται ο καρκίνος του ορθού;

Η λιγότερο επεμβατική χειρουργική θεραπεία, είτε πρόκειται για λαπαροσκοπική εκτομή είτε για ρομποτική εκτομή του ορθού, θεωρείται η προτιμώμενη επιλογή από την πλειονότητα των ασθενών με τέτοια μορφή καρκίνου.

Αυτή η επεμβατική μέθοδος προσφέρει ταχύτερη ανάρρωση, ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο και δίνει τη δυνατότητα για γρηγορότερη έναρξη της μετεγχειρητικής χημειοθεραπείας, εάν κριθεί αναγκαίο βάσει των χαρακτηριστικών του όγκου.

Ποια είναι η τεχνική αντιμετώπισης καρκίνου του ορθού από δύο εισόδους;

Στην περίπτωση που ο όγκος βρίσκεται πάνω από το επίπεδο του σφιγκτήρα, ο χειρουργός μπορεί να αφαιρέσει τον όγκο χωρίς να αποκόψει πλήρως τον σφιγκτήρα, επιτρέποντας στον ασθενή να διατηρήσει τη φυσιολογική λειτουργία του, χωρίς να απαιτείται μόνιμη παρά φύση έδρα (κολοστομία).

Αυτή η επέμβαση ονομάζεται «χαμηλή πρόσθια εκτομή». Κατά τη διάρκεια αυτής της επέμβασης, το έντερο ενώνεται με τη χρήση συρραπτικού μηχανήματος και εφαρμόζεται σε όγκους που απέχουν έως 3 εκατοστά από το σφιγκτήρα, περίπου 5 εκατοστά από το δακτύλιο.

Ωστόσο, αν ο όγκος είναι κοντά στο επίπεδο του σφιγκτηριακού μηχανισμού, απαιτείται μία πιο απαιτητική επέμβαση, γνωστή ως διασφιγκτηριακή εκτομή του ορθού ή τεχνική αντιμετώπισης από δύο εισόδους(διακοιλιακά και διαπρωκτικά). Αυτή η τεχνική απαιτεί μεγάλη εμπειρία και εξειδίκευση, καθώς το έντερο πρέπει να αποσπαστεί από το σφιγκτήρα χωρίς να προκληθεί μόνιμη ακράτεια. Η αναστόμωση του πρωκτού γίνεται συνήθως με συρραφή του υγιούς εντέρου στο σφιγκτήρα, με απορροφήσιμα ράμματα και τα λειτουργικά αποτελέσματα είναι πολύ καλά, αποφεύγοντας έτσι και σε αυτές τις δύσκολες περιπτώσεις την ανάγκη για μόνιμη παρά φύση έδρα.

Σε αυτή την περίπτωση, ο ασθενής πρέπει να έχει μια προσωρινή παρά φύση έδρα, η οποία αφαιρείται και αποκαθίσταται πλήρως μετά την επούλωση της αναστόμωσης, συνήθως σε περίοδο 1-2 μηνών.

Είναι απαραίτητο να γίνει ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία και πότε;

Η προεγχειρητική ακτινοβολία και χημειοθεραπεία για τον καρκίνο του ορθού πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου ο όγκος εκτείνεται πέρα από το τοίχωμα του ορθού ή όταν υπάρχει υποψία μεταστάσεων σε διογκωμένους λεμφαδένες. Αυτή η θεραπεία προεγχειρητικά έχει τα εξής αποτελέσματα:

  • Μειώνει το μέγεθος του όγκου και τον υποβαθμίζει, με αποτέλεσμα τη μείωση του σταδίου της νόσου.
  • Αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης και διατήρησης του σφιγκτήρα, αποφεύγοντας έτσι την μόνιμη παρά φύση έδρα.
  • Διευρύνει τα όρια της ασφαλούς εκτομής του όγκου.
  • Παρέχει καλύτερο έλεγχο ή ακόμα και εξαφάνιση της τοπικής νόσου και των μικρομεταστάσεων.
  • Καταφέρνει την πλήρη εξάλειψη του καρκίνου του ορθού σε ποσοστό περίπου 20-25%.

Ποιες είναι οι παρενέργειες που μπορεί να προκύψουν;

Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία για τον καρκίνο του ορθού συνήθως αντιμετωπίζουν παρενέργειες που προκαλούνται από τη θεραπεία. Οι παρενέργειες που οφείλονται στην ακτινοθεραπεία συνήθως περιλαμβάνουν διαρροϊκά επεισόδια, κοιλιακές κράμπες, αίσθημα πίεσης στην περιοχή του ορθού, συχνουρία, αίσθημα καύσου στην ούρηση, δερματικό ερεθισμό, ναυτία και αίσθημα κόπωσης. Τα συμπτώματα αυτά είναι συνήθως προσωρινά και σταδιακά εξαλείφονται μετά το πέρας της θεραπείας.

Οι παρενέργειες της χημειοθεραπείας, από την άλλη, εξαρτώνται από τα φαρμακευτικά σκευάσματα που χρησιμοποιούνται. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο ασθενής που λαμβάνει ακτινοθεραπεία δεν εκπέμπει ακτινοβολία, επομένως είναι ασφαλές για άλλα άτομα να έρχονται σε επαφή μαζί του, συμπεριλαμβανομένων και των εγκύων γυναικών ή των μικρών παιδιών.

Ποια είναι η διαφορά του καρκίνου του ορθού από τον καρκίνο του λοιπού παχέος εντέρου;

Ο καρκίνος του ορθού εμφανίζει σημαντικές ομοιότητες με τον καρκίνο του παχέος εντέρου, αλλά παρουσιάζει επίσης ορισμένες σημαντικές διαφορές, γι' αυτόν τον λόγο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Οι ειδικές αυτές ιδιαιτερότητες είναι οι ακόλουθες:

  • Μεγάλο ποσοστό των καρκίνων του ορθού μπορούν να ανιχνευθούν με μια απλή δακτυλική εξέταση, κάτι που υπογραμμίζει τη σημασία της επίσκεψης στο γιατρό. Είναι, λοιπόν, καθοριστικό να υπάρχει ιατρική παρακολούθηση.
  • Η θεραπεία του καρκίνου του ορθού είναι πιο απαιτητική από εκείνη του καρκίνου του παχέος εντέρου. Η χειρουργική επέμβαση είναι πιο πολύπλοκη και πρέπει να πραγματοποιείται μόνο από εξειδικευμένους χειρουργούς.
  • Ο συντονισμός μεταξύ των ειδικών, συμπεριλαμβανομένου γαστρεντερολόγου, χειρουργού, ογκολόγου και ακτινοθεραπευτή, πρέπει να είναι άψογος. Συχνά, η θεραπεία με χημειοθεραπευτικά φάρμακα και κυρίως με ακτινοθεραπεία πρέπει να προηγηθεί της χειρουργικής επέμβασης.
  • Υπάρχει υψηλότερο ποσοστό τοπικής υποτροπής της νόσου, η οποία αντιμετωπίζεται δύσκολα και συχνά καθορίζεται από την ογκολογική αποτελεσματικότητα της αρχικής χειρουργικής επέμβασης.

Το Metropolitan Hospital διαθέτει ένα οργανωμένο Τμήμα Χειρουργικής Παχέος Εντέρου της Ελάχιστα Επεμβατικής Χειρουργικής Κλινικής και Χειρουργικής Ογκολογίας, πλήρως εξοπλισμένο σύμφωνα με τα υψηλότερα πρότυπα. Με τον καταρτισμένο επιστημονικό και νοσηλευτικό της προσωπικό που διαθέτει, το κέντρο είναι πάντοτε προσβάσιμο για τους ασθενείς, έτοιμο να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ιατρική ανάγκη, 24 ώρες το 24ωρο.