Η άνοια είναι ένα εκφυλιστικό νόσημα. Κατ’ αυτήν διάφορες παθολογικές πρωτεΐνες (β-αμυλοειδές, TAU προτεΐνη) συγκεντρώνονται στον εγκέφαλο και ουσιαστικά τον καταστρέφουν. Η καταστροφή αυτή εκδηλώνεται ως γνωσιακή έκπτωση. Η γνωσιακή έκπτωση αφορά βέβαια και τη μνήμη (το γνωστό «δεν θυμάμαι»), αφορά όμως και ανώτερες νοητικές λειτουργίες πιο σοβαρές: προσοχή, συμπεριφορά, οπτικοχωρικές δεξιότητες, γλωσσική επεξεργασία, κατονομασία πραγμάτων, ονομάτων (ο ασθενής πρέπει να ξέρει να πει «τι είναι αυτό» για το οποίο την/τον ρωτάει ο ιατρός). Το «ξεχνάω» που μας φοβίζει όλους (και συμβαίνει σε όλους) από μόνο του δεν είναι σημείο άνοιας.
Η διάγνωση
Το πιο σημαντικό στην άνοια είναι η έγκυρη και έγκαιρη διάγνωσή της. Όταν υποψιαζόμαστε ότι ένας άνθρωπος έχει γνωσιακή έκπτωση και θέλουμε να το διερευνήσουμε, το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι να τον εξετάσει ο σωστός, δηλαδή ο κατάλληλος ιατρός και αυτός είναι ο νευρολόγος. Ο νευρολόγος θα εξετάσει τον ασθενή και θα ζητήσει διάφορες εξετάσεις: απεικονιστικές, εργαστηριακές, και επιπλέον θα ζητήσει νευροψυχομετρικό έλεγχο. Ο νευροψυχομετρικός έλεγχος είναι ψυχομετρική ή νευροψυχολογική εξέταση που γίνεται από ειδικούς νευροψυχολόγους. Περιλαμβάνει διάφορα τεστ με τα οποία βρίσκεται πώς ακριβώς λειτουργεί ο εγκέφαλος, στη δεδομένη στιγμή που πραγματοποιούνται. Αν λειτουργεί σωστά, αν υπάρχει κάποια έκπτωση στις διάφορες ανώτερες νοητικές λειτουργίες που περιγράφονται πιο πάνω (και όχι μόνο στη μνήμη).
Επιπλέον, ο έλεγχος μπορεί να «πει» αν υπάρχει κατάθλιψη ή κάποια συναισθηματική διαταραχή, ή κάτι άλλο που «υποβόσκει» ενισχύοντας όλη αυτή την κατάσταση. Μόνο αφού ο νευρολόγος πάρει όλα αυτά τα στοιχεία και θέσει τη διάγνωση θα προχωρήσει σε θεραπεία.
Ο ψυχομετρικός έλεγχος είναι ένα εργαλείο πολύτιμο για τη διάγνωση της άνοιας, για την παρακολούθηση της εξέλιξής της κάθε φορά που γίνεται επανεκτίμηση της κατάστασης του ασθενούς και της πορείας της θεραπείας, καθώς και για τη διάγνωση της νόσου σε άτομα με ιστορικό άνοιας στην οικογένεια ή σε άτομα για τα οποία έχουμε απλώς υποψία και όχι ακόμη συμπτώματα, και να βοηθήσει έτσι και τον ασθενή και το περιβάλλον του.
Η θεραπεία
Θεραπεία για την άνοια δεν υπάρχει (όχι τουλάχιστον ακόμη). Δεν υπάρχει δηλαδή κάτι (μέθοδος, φάρμακα, δέσμη ενεργειών) που να σταματάει την καταστροφή του εγκεφάλου ή να τον αποκαθιστά. Επίσης, δεν γνωρίζουμε ακόμη γιατί συμβαίνει αυτή η συσσώρευση παθολογικών πρωτεϊνών στον εγκέφαλο κάποιων ανθρώπων, ούτε πώς συμβαίνει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τη νόσο και απλά την παρακολουθούμε να εξελίσσεται. Η αντιμετώπιση της άνοιας συνίσταται στην προσπάθεια να απαλύνουμε τα συμπτώματα και να παρατείνουμε το χρόνο της εξέλιξης της νόσου (όπως π.χ. συμβαίνει με πολλούς καρκίνους). Η αντιμετώπιση αυτή, που είναι κυρίως φαρμακευτική, δίνει περισσότερο χρόνο και στον ίδιο τον ασθενή, επιτρέποντάς του να έχει μια ποιότητα ζωής καλύτερη από αυτήν που θα είχε αν δεν αντιμετωπιζόταν η νόσος, και στους συγγενείς και τους φροντιστές του.
Τα φάρμακα που έχουμε στη διάθεσή μας για την αντιμετώπιση της νόσου είναι οι αναστολείς ακετυλοχολινεστεράσης, η μεμαντίνη, που βγήκε το 2003 και, προσφάτως, ένα μονοκλωνικό αντίσωμα, το οποίο και χορηγούμε, είναι όμως μόνο για τις πρώιμες μορφές της νόσου και ουσιαστικά προσφέρει καθυστέρηση της εξέλιξής της σε ποσοστό 22%. Πρόκειται για θεραπεία η οποία είναι ενδονοσοκομειακή, πρέπει να δίνεται κάθε μήνα ενδοφλέβια στο νοσοκομείο και έχει πάρα πολύ μεγάλο κόστος (περίπου 56.000 δολάρια το χρόνο). Συνεπώς, δεν φαίνεται να αποτελεί τη λύση του προβλήματος.
Το κοντινό μέλλον
Όπως αναφέρεται και πιο πάνω δεν ξέρουμε γιατί κάποιοι οργανισμοί παράγουν αυτές τις παθολογικές πρωτεΐνες που καταστρέφουν τον εγκέφαλο, ή γιατί τελευταία βλέπουμε νέους ανθρώπους (35-40 ετών) να εμφανίζουν άνοια (πρώιμη Αλτσχάιμερ), ωστόσο γίνονται πολλές, πάρα πολλές μελέτες για τη νόσο, που μας επιτρέπουν να ελπίζουμε ότι σύντομα θα έχουμε τις απαντήσεις που αναζητάμε. Μέχρι τότε, το «όπλο» μας είναι η έγκαιρη & έγκυρη διάγνωση.