Οι υπογραφές της ιατρού Ελένης Λινάρδου, Παθολόγου-Ογκολόγου, Διευθύντριας της Δ’ Ογκολογικής Κλινικής και του Πρότυπου Κέντρου Κλινικών Μελετών του Metropolitan Hospital (μέλος του Ομίλου HHG) και του ιατρού Γεωργίου Σαρόγλου, ομότιμου Καθηγητή Παθολογίας και Διευθυντή-Λοιμωξιολόγου στο Metropolitan Ηospital, βρίσκονται, μεταξύ άλλων επίσης κορυφαίων ιατρικών και επιστημονικών υπογραφών, «κάτω» από τη μελέτη ReCOVer, που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Cancers και αποτελεί τη μεγαλύτερη, δημοσιευμένη ελληνική προοπτική μελέτη παρακολούθησης της ανοσολογικής απάντησης στον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 σε ασθενείς με συμπαγείς κακοήθειες στον ελλαδικό χώρο και σε υγιείς εθελοντές. Επιπλέον, η κ. Λινάρδου ήταν η κύρια ερευνήτρια της εν λόγω μελέτης, της οποίας το εργαστηριακό μέρος πραγματοποιήθηκε εξ ολοκλήρου από τον κ. Νικόλαο Σπανάκη, αναπληρωτή Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπεύθυνο του Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας AlphaLab (μέλος του Ομίλου HHG).
Πλέον των παραπάνω, πολύτιμη συνεισφορά στην πραγματοποίηση της έρευνας είχε ένας μεγάλος αριθμός από ανθρώπους του Metropolitan Hospital, από ερευνήτριες/-ές και επιμέρους συντονίστριες/-ές μέχρι και 100 εθελοντές από το υγειονομικό προσωπικό, για την ομάδα ελέγχου, καθώς και ένας μεγάλος αριθμός από τους ογκολογικούς ασθενείς του.
Πέρα από το γεγονός ότι η συμμετοχή και η συνεισφορά των ανθρώπων μας στη συγκεκριμένη μελέτη μάς τιμά, επιβεβαιώνει και αυτό που η Διοίκηση, οι συνάδελφοι και κυρίως οι ασθενείς του Θεραπευτηρίου και ολόκληρου του Ομίλου HHG γνωρίζουν, ότι πρόκειται για κορυφαίους επιστήμονες και υπέροχους ανθρώπους.
Δείτε παρακάτω το αναλυτικό Δελτίο Τύπου για τη μελέτη reCOVer
«Η ανοσολογική απάντηση μετά από εμβολιασμό κατά του κορονοϊού σε ασθενείς με καρκίνο και υγιείς εθελοντές»
Διεθνής δημοσίευση των αποτελεσμάτων της μελέτης ReCOVer στον ελληνικό πληθυσμό, από την Ελληνική Συνεργαζόμενη Ογκολογική Ομάδα και το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας του Καρκίνου.
Η Ελληνική Συνεργαζόμενη Ογκολογική Ομάδα (ΕΣΟΟ), με την υποστήριξη του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας του Καρκίνου (ΕΛΙΕΚ), από την αρχή των εμβολιασμών των ευπαθών ομάδων τον περασμένο Μάρτιο, ξεκίνησε προοπτική μελέτη παρακολούθησης της ανοσολογικής απάντησης στον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 σε ασθενείς με συμπαγείς κακοήθειες στον ελλαδικό χώρο και σε υγιείς εθελοντές.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη δημοσιευμένη ελληνική μελέτη σε ασθενείς με καρκίνο, στην οποία συμπεριλήφθηκαν 232 ασθενείς με συμπαγείς όγκους από 12 μεγάλα ογκολογικά τμήματα από όλη τη χώρα. Επιπλέον συμπεριλήφθηκε ομάδα ελέγχου 100 εθελοντών από το υγειονομικό προσωπικό μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας (Θεραπευτήριο Metropolitan, Όμιλος HHG, Νέο Φάληρο).
Οι τίτλοι εξουδετερωτικών αντισωμάτων κατά του SARS-CoV-2 μετρήθηκαν στον ορό των συμμετεχόντων πριν την έναρξη του εμβολιασμού και 2-4 εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση και της δεύτερης δόσης. Συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα μεταξύ ασθενών με καρκίνο και υγιών εθελοντών, ενώ αναγνωρίστηκαν διάφοροι κλινικοί παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν την ανοσοανταπόκριση.
Το σχετικό άρθρο με τίτλο «Responses to SARS-CoV-2 Vaccination in Patients with Cancer (ReCOVer Study): A Prospective Cohort Study of the Hellenic Cooperative Oncology Group» δημοσιεύθηκε χθες 15 Σεπτεμβρίου 2021, στο έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Cancers. https://www.mdpi.com/1271834. Υπογράφεται από τους ερευνητές Έλενα Λινάρδου, Νικόλαο Σπανάκη, Γεωργία-Αγγελική Κολιού, Αθηνά Χριστοπούλου, Σοφία Καραγεωργοπούλου, Νεφέλη Αλευρά, Αναστάσιο Βαγιωνά, Νικόλαο Τσουκαλά, Σταυρούλα Σγούρου, Έλενα Φούντζηλα, Ιωσήφ Σγουρό, Ευαγγελία Ραζή, Δήμητρα Χατζώκου, Σοφία Λαμπάκη, Ελένη Ρες, Ζαχαρένια Σαριδάκη, Γιάννη Μούντζιο, και Γεώργιο Σαρόγλου και Γεώργιο Φούντζηλα. Τα ευρήματα της δημοσίευσης συνοψίζονται από τους επικεφαλής της μελέτης, Δρ Έλενα Λινάρδου, (Παθολόγο-Ογκολόγο, Διευθύντρια Δ’ Ογκολογικής Κλινικής Metropolitan Hospital και Πρόεδρο ΕΕ της ΕΣΟΟ), και τον Καθηγητή Γεώργιο Φούντζηλα (Παθολόγο-Ογκολόγο, Ομότιμο Καθηγητή Ογκολογίας, Πρόεδρο της ΕΣΟΟ και του ΕΛΙΕΚ).
Η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών και όλοι οι εθελοντές που πήραν μέρος στη μελέτη έχουν εμβολιαστεί με mRNA εμβόλια. Οι ασθενείς με καρκίνο εμφάνισαν θετική ανοσολογική απάντηση σε ποσοστό 90% μετά τις δύο δόσεις εμβολίου σε σύγκριση με 98% των υγιών εθελοντών. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που δεν ανέπτυξαν καθόλου εξουδετερωτικά αντισώματα ήταν άντρες, άνω των 70 ετών, με συννοσηρότητες και ελάμβαναν ενεργό αντικαρκινική θεραπεία το χρονικό διάστημα γύρω από τον εμβολιασμό. Ο μέσος τίτλος αντισωμάτων των ασθενών με καρκίνο ήταν σημαντικά χαμηλότερος από αυτόν των εθελοντών, ενώ το ποσοστό των ασθενών με καρκίνο που ανέπτυξαν προστατευτικούς τίτλους αντισωμάτων με βάση τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο, ήταν μόνο 54% έναντι 97% των υγιών εθελοντών. Όλες οι μετρήσεις των εξουδετερωτικών αντισωμάτων έγιναν κεντρικά σε εργαστήριο αναφοράς (Τμήμα Ανοσολογίας, AlfaLab, Όμιλος HHG) με εμπορικά διαθέσιμη εγκεκριμένη ανοσολογική μέθοδο.
Η ανοσοανταπόκριση και οι τίτλοι των αντισωμάτων δεν διέφεραν για κανέναν από τους παράγοντες που μελετήθηκαν στον πληθυσμό των υγιών εθελοντών. Αντίθετα, μεταξύ των ασθενών με καρκίνο σημαντικά υψηλότεροι τίτλοι αντισωμάτων ανιχνεύθηκαν σε μη καπνιστές, σε γυναίκες, σε ασθενείς κάτω των 50 ετών, με καλή γενική κατάσταση και σε ασθενείς με κάποιους τύπους καρκίνου, όπως μαστού και ωοθηκών έναντι εκείνων με παγκρεατικό καρκίνο ή μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα που φαίνεται να είχαν τη χαμηλότερη απάντηση.
Η μελέτη αυτή είναι η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα δημοσιευμένη ελληνική μελέτη σε αυτό το θέμα, αφορά ασθενείς από ολόκληρη τη χώρα και αναδεικνύει το γεγονός ότι, παρόλο που οι ασθενείς με συμπαγείς όγκους είχαν θετική ανοσολογική απάντηση σε ικανοποιητικά ποσοστά μετά τις δύο δόσεις εμβολίου έναντι του κορονοϊού, τα επίπεδα των τίτλων αντισωμάτων τους ήταν σημαντικά χαμηλότερα σε σύγκριση με αυτά των υγιών εθελοντών.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στην εν λόγω μελέτη οι παρενέργειες μεταξύ των ασθενών με καρκίνο ήταν σπάνιες και ήπιες, συμβαδίζοντας με τις διεθνείς αναφορές για την ασφάλεια των mRNA εμβολίων στον γενικό πληθυσμό, ενώ δεν καταγράφηκε καμία λοίμωξη από κορονοϊό στους συμμετέχοντες μέχρι την ημερομηνία ανάλυσης της μελέτης. Η εν λόγω μελέτη ενισχύει πρόσφατα διεθνή παρόμοια δεδομένα που δείχνουν ότι η αποτελεσματικότητα των mRNA εμβολίων είναι πολύ μεγάλη και για τους ασθενείς με συμπαγείς κακοήθειες, ακόμα και αν βρίσκονται υπό ενεργό θεραπεία, ενώ η ασφάλειά τους είναι αδιαμφισβήτητη.
Η μελέτη ανέδειξε παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την απάντηση στα εμβόλια σε ασθενείς με καρκίνο. Αυτοί περιλαμβάνουν τη μεγαλύτερη ηλικία, τη μη ικανοποιητική γενική κατάσταση, την ενεργό αντικαρκινική θεραπεία, κάποιους τύπους καρκίνου, και – γεγονός ιδιαίτερα ενδιαφέρον− το κάπνισμα. Οι καπνιστές στη μελέτη είχαν σαφώς χαμηλότερους τίτλους αντισωμάτων, γεγονός που ενισχύει προηγούμενα επιστημονικά δεδομένα ότι το κάπνισμα έχει ανοσοκατασταλτική δράση και επηρεάζει αρνητικά τη χυμική ανοσία μετά από εμβολιασμό.
Τα ευρήματα της μελέτης ReCOVer υποστηρίζουν ότι οι στρατηγικές εμβολιασμού για ασθενείς με καρκίνο θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη χαμηλότερη ανοσολογική απάντηση σε σύγκριση με υγιείς πληθυσμούς αλλά και να αναζητούν τους επιμέρους εκείνους παράγοντες που επηρεάζουν την απάντηση αυτή. Όπως έχει προταθεί διεθνώς από αρκετούς ερευνητές, χρειάζεται να μελετηθεί η εφαρμογή στρατηγικών που βασίζονται στη μέτρηση και παρακολούθηση τίτλων αντισωμάτων, τουλάχιστον για τις ομάδες υψηλού κινδύνου. Είναι μια μέθοδος τεχνικά απλή και οικονομικά εφικτή, που θα μπορούσε να διευκολύνει τις εκκλήσεις για παγκόσμια εμβολιαστική ισότητα, να βοηθήσει στην επίλυση του αινίγματος των ενισχυτικών δόσεων εμβολίου, σαν ένας «υποκατάστατος δείκτης», χωρίς να παραγνωρίζεται η σημαντική προστασία που προσφέρει η κυτταρική ανοσία. Επιπλέον, η διερεύνηση παραγόντων όπως αυτοί που μελετήθηκαν εδώ, μπορεί να βοηθήσει στην αναγνώριση και προτεραιοποίηση των πιο ευάλωτων υποομάδων ασθενών που θα χρειαστούν πραγματικά μία ή περισσότερες ενισχυτικές δόσεις εμβολίου κατά του κορονοϊού.
Η έρευνα της ΕΣΟΟ και του ΕΛΙΕΚ συνεχίζεται με περαιτέρω μετρήσεις αντισωμάτων στους 3 μήνες και καταγραφή της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας έως και 12 μήνες μετά την πρώτη δόση εμβολιασμού.