Ασθένειες που μεταδίδονται από τα ζώα
Χρειάστηκε το πέρασμα αιώνων για να ανακαλύψει ο άνθρωπος ότι μικρά ζωύφια-έντομα, που φαινόταν ασήμαντα μπροστά στη δύναμη του, ήταν ικανά να απειλήσουν την ίδια του τη ζωή, αφού είχαν τον τρόπο να μεταφέρουν «αόρατους εχθρούς» από τις εστίες τους μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό και να προκαλέσουν την καταστροφή του.
Μεγάλες επιδημίες που ξέσπασαν στο παρελθόν επέφεραν ριζικές μεταβολές, στην ανθρώπινη ιστορία, τη λογοτεχνία, την προσωπική υγιεινή και τα κοινωνικά ήθη. Η Ιστορία αναφέρει πόλεις που καταστράφηκαν, πληθυσμούς που σημαδεύτηκαν, πολιτισμούς που πισωγύρισαν και εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν από τέτοιους λοιμούς.
Οι ρικετσιώσεις
Τον περασμένο αιώνα οι ρικετσιώσεις και ιδιαίτερα ο επιδημικός τύφος έφτασαν να γίνουν πρώτιστες αιτίες νόσησης και θανάτων. Χρειάστηκε να ληφθούν εντατικά μέτρα πρόληψης και θεραπείας για να νικηθούν αλλά και έτσι δεν εκριζώθηκαν τελείως.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα αρθρόποδα (ψύλλοι, κρότωνες - γνωστοί και ως τσιμπούρια) μπορούν να μεταδίδουν τους νοσογόνους παράγοντες από τις εστίες που αυτοί διαβιούν κατευθείαν στον ξενιστή. Σε μερικές περιπτώσεις ο φορέας μπορεί να έχει το διπλό ρόλο του διαβιβαστή και της δεξαμενής (αποθήκης) του βακτηριδίου, όπως συμβαίνει με τους κρότωνες στην περίπτωση των ρικετσιών ή τον άνθρωπο στην περίπτωση της ελονοσίας.
Οι ρικέτσιες είναι μικρά ενδοκυττάρια βακτηρίδια αρνητικά κατά gram. Το γένος rickettsia περιλαμβάνει πάνω από 30 είδη που μεταδίδονται από αρθρόποδα (ψύλλοι, ψείρες, κρότωνες). Έχουν ενδοκυττάριο πολλαπλασιασμό και μόνο η Coxiella Burnetii μπορεί να επιβιώνει στο περιβάλλον. Ο φυσικός κύκλος περιλαμβάνει αρθρόποδα, τρωκτικά, άλλα θηλαστικά και τον άνθρωπο.
Τα αρθρόποδα μεταφέρουν τις ρικέτσιες με τα ωά τους. Οι ρικέτσιες μετακινούνται ανάμεσα στα θηλαστικά με τα αρθρόποδα. Εκτός από την περίπτωση του τύφου οι άνθρωποι είναι τυχαίοι, ενδιάμεσοι ξενιστές. Τα αρθρόποδα και τα ζώα σπανίως νοσούν, γι’ αυτό και η εκρίζωση των ρικετσιών είναι δύσκολη.
Μόλυνση - συμπτώματα - διάγνωση - θεραπεία
Οι τρόποι μόλυνσης είναι:
- κόπρανα μολυσμένων ψειρών ή ψύλλων
- είσοδος ρικετσιών στον οργανισμό από αμυχές στο δέρμα (ξύσιμο - τσιμπήματα από αρθρόποδα
- τσίμπημα κροτώνων
- εισπνοή αποξηραμένων κοπράνων ή πτωμάτων αρθροπόδων ή πλακούντων οικιακών ζώων (αγελάδες, αιγοπρόβατα)
- μολυσμένο γάλα εξαιτίας πυρετού Q.
Από τη στιγμή της μόλυνσης μέχρι την εμφάνιση της νόσου μεσολαβεί χρόνος επώασης που ποικίλλει από 2 - 14 ημέρες. Μετά την πάροδο αυτού του διαστήματος ακολουθούν οι εκδηλώσεις της νόσου με συμπτώματα γενικά, που δύσκολα διακρίνονται από αυτά πολλών αυτοπεριοριζόμενων νόσων. Συνίστανται σε υψηλό πυρετό, κεφαλαλγία, μυαλγίες, κακουχία και ανορεξία. Η κεφαλαλγία είναι μετωπιαία και βασανιστική, ενώ οι μυαλγίες αφορούν τους μυς της ράχης και των κνημών. Μπορεί να συνυπάρχουν οφθαλμικές εκδηλώσεις και κοιλιακό άλγος.
Μετά την αρχική φάση ακολουθούν εκδηλώσεις από τα συστήματα. Το πιο χαρακτηριστικό και χρήσιμο στοιχείο της διάγνωσης είναι το εξάνθημα. Αρχικά πρόκειται για ροδόχροες κηλίδες στους καρπούς και στις ποδοκνημικές αρθρώσεις περί την 3η ημέρα της νόσου, που εξαφανίζονται με την πίεση. Οι αρχικές μη σταθεροποιημένες κηλίδες ακολουθούν κεντρομόλο ανάπτυξη αφήνοντας ελεύθερο το πρόσωπο, ενώ καλύπτουν παλάμες και πέλματα. Το εξάνθημα γίνεται κηλιδοβλατιδώδες και τελικά πετεχιώδες. Προσεκτική εξέταση του ασθενούς μπορεί να καταδείξει την πύλη εισόδου του παράσιτου όπου έχει αναπτυχθεί η πρωτοπαθής βλάβη, η ονομαζόμενη «μαύρη κηλίδα» (tache noire), η οποία συνοδεύεται από επιχώρια λεμφαδενίτιδα.
Από το κυκλοφορικό σύστημα, με την πάροδο των ημερών, εγκαθίσταται υπόταση ή/και shock. Η συμμετοχή της καρδιάς αφορά διάμεση μυοκαρδίτιδα. Από το αναπνευστικό εγκαθίστανται ήπια ταχύπνοια και ξηρός βήχας, που μπορεί να αποτελούν και τις μόνες εκδηλώσεις της νόσου. Από το ήπαρ αναμένεται ήπια αύξηση των τρανσαμινασών και μικρή υπολευκωματιναιμία. Από το ΚΝΣ η κεφαλαλγία, η ανησυχία και η αϋπνία αποτελούν πρώιμες εκδηλώσεις. Εγκεφαλίτιδα παρουσιάζεται σαν λήθαργος, σύγχυση, stupor (εμβροντησία) ή/και κώμα. Ελαφρές ή μέτριας βαρύτητας περιπτώσεις παρουσιάζουν υποχώρηση της νόσου περίπου σε διάστημα δύο εβδομάδων.
Η εργαστηριακή προσέγγιση των ρικετσιώσεων περνά μέσα από την ορολογική διάγνωση, καθώς και την αναζήτηση αντιγόνου και αντισωμάτων. Όλες οι ρικετσιώσεις απαιτούν ειδική χημειοθεραπεία και υποστηρικτική φροντίδα. Η θεραπεία που εφαρμόζεται είναι ρικετσιοστατική και όχι ρικετσιοκτόνος. Στη θεραπευτική αγωγή οι τετρακυκλίνες και η χλωραμφαινικόλη αποτελούν τα φάρμακα εκλογής, ενώ έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί και άλλες φαρμακευτικές συνθέσεις όπως β-λακταμικά, ερυθρομυκίνη, αμινογλυκοσίδες και κινολόνες.
Στη βιβλιογραφία αναφέρονται διάφορα δοσολογικά σχήματα των παραπάνω αντιβιοτικών με διάρκεια αγωγής 7 - 14 ημέρες, ανάλογα με την κλινική πορεία του ασθενούς.