Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι μια αυτοάνοση πάθηση που προσβάλλει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό και, αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα και έγκαιρα, οδηγεί το πάσχον άτομο σε σωματική ανικανότητα στην πιο παραγωγική ηλικία της ζωής του. Ανήκει στις νόσους για τις οποίες θεωρήθηκε αναγκαίο να καθιερωθεί μια Παγκόσμια Ημέρα υπενθύμισης, ευαισθητοποίησης και συντονισμένων δράσεων, έτσι ώστε να ευνοούνται και να προωθούνται οι εξελίξεις στην αντιμετώπισή τους.
Η Παγκόσμια Ημέρα Σκλήρυνσης κατά Πλάκας γιορτάζεται κάθε χρόνο την τελευταία Τετάρτη του Μαΐου. Επ' ευκαιρία αυτής της ημέρας ας δούμε ποιες είναι οι μορφές της νόσου, ποια είναι τα συμπτώματα που πρέπει να μας βάλουν σε διαδικασία να ελεγχθούμε, καθώς ποιες θεραπευτικές επιλογές υπάρχουν σήμερα.
Η συχνότερη επίκτητη νευρολογική νόσος
Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι η συχνότερη επίκτητη νευρολογική νόσος των ενηλίκων, μεταξύ 20 και 40 ετών, χωρίς να αποκλείεται η εμφάνισή της νωρίτερα ή αργότερα από τις συγκεκριμένες ηλικίες. Πρόκειται για μια αυτοάνοση πάθηση που προσβάλλει τον εγκέφαλο, τον νωτιαίο μυελό και τα μάτια. Συγκεκριμένα το ανοσοποιητικό σύστημα του ίδιου του ατόμου «επιτίθεται» και καταστρέφει τη μυελίνη, τη λιποειδή ουσία που προστατεύει τα νεύρα και τα επιτρέπει να λειτουργούν και να στέλνουν τα σήματα που ελέγχουν την κίνηση, την ομιλία και μια σειρά από άλλες λειτουργίες. Στη θέση της κατεστραμμένης μυελίνης δημιουργείται ουλώδης ιστός, οπότε τα νευρικά σήματα δεν μεταδίδονται σωστά. Η αιτία αυτής της επίθεσης είναι άγνωστη, θεωρείται όμως ότι στην πρόκλησή της εμπλέκονται:
- η γενετική προδιάθεση: υπάρχουν πάρα πολλά γονίδια ευαισθησίας στη νόσο παράλληλα με πολύ λίγα προστατευτικά γονίδια,
- η έκθεση σε έναν ή περισσότερους παθογόνους παράγοντες του περιβάλλοντος,
- η ανάπτυξη παθολογικών ανοσολογικών μηχανισμών έναντι του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Οι αριθμοί «λένε» ότι: όσον αφορά στο φύλο η νόσος είναι συχνότερη στις γυναίκες και όσον αφορά στη φυλή είναι συχνότερη στη λευκή, ενώ η πιθανότητα προσβολής στο γενικό πληθυσμό είναι περίπου 1:1000. Επίσης, φαίνεται ότι η κληρονομικότητα παίζει κάποιο ρόλο στην εμφάνισή της: τα άτομα των οποίων νοσεί μία αδελφή ή ένας αδελφός ή ένας γονιός παρουσιάζουν 1-3% πιθανότητα να νοσήσουν και τα ίδια. Το αντίστοιχο ποσοστό για δίδυμα αδέλφια είναι περίπου 30%.
Η διάγνωση της νόσου είναι κλινική και συνεπικουρείται από την εργαστηριακή υποστήριξη της μαγνητικής τομογραφίας (MRI) και του ελέγχου του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ).
Μορφές της νόσου
Η νόσος διακρίνεται σε 4 «τυπικές» και «δύο άτυπες μορφές», ανάλογα με τα κλινικά χαρακτηριστικά της.
Συγκεκριμένα εμφανίζεται σε 4 « τυπικές μορφές»: την υποτροπιάζουσα, τη δευτεροπαθή προϊούσα, την πρωτοπαθή προϊούσα και την προϊούσα-υποτροπιάζουσα μορφή
Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια, διακρίνουμε και δύο άλλες «άτυπες» μορφές αρχικής εκδήλωσης της νόσου, δηλαδή : 1) το ακτινολογικά εντοπισμένο σύνδρομο απομυελίνωσης, κατά το οποίο, σε τυχαίο έλεγχο με μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, διαπιστώνονται ευρήματα που προσομοιάζουν με αυτά της νόσου, χωρίς όμως το άτομο να έχει παρουσιάσει κλινικά συμπτώματα ή άλλα σημεία της πάθησης και 2) το κλινικά εντοπισμένο σύνδρομο, το οποίο εμφανίζεται αρχικά με ένα ή περισσότερα κλινικά συμπτώματα.
Θεραπεία
Το 85% περίπου όλων των μορφών της νόσου είναι διαχειρίσιμο, καθώς σήμερα υπάρχουν 14-16 εξειδικευμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις για τις τυπικές μορφές της, ενώ, όσον αφορά στο 10-15% των πλέον δύσκολων μορφών της, οι θεραπευτικές προσπάθειες στοχεύουν στην επιβράδυνση της εξέλιξης της ιδιόμορφης αυτής πάθησης.
Προϋπόθεση για την κατάλληλη και αποτελεσματική θεραπευτική προσέγγιση των τυπικών και των άτυπων μορφών της νόσου αποτελεί η έγκαιρη διάγνωση και η αντιμετώπισή τους.
Συμπτώματα που πρέπει να μας βάλουν σε υποψία
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η νόσος στην αρχική της εμφάνιση μπορεί δυνητικά να εκδηλωθεί με κάποια συμπτώματα που, ακόμα και αν δεν μας βάλουν σε υποψία για τη συγκεκριμένη νόσο θα πρέπει να μας στείλουν οπωσδήποτε για έλεγχο. Αυτά είναι: αδυναμία των άκρων, μούδιασμα, απώλεια της ισορροπίας, προβλήματα όρασης («θολούρα», αδυναμία διάκρισης των χρωμάτων), προβλήματα ομιλίας, προβλήματα μνήμης, σύγχυση και αδυναμία συγκέντρωσης καθώς και ακράτεια ούρων.
Ποιοι είναι οι στόχοι της θεραπευτικής αντιμετώπισης της νόσου
Η αντιμετώπιση της νόσου είναι «ανθρωποκεντρική». Αυτό σημαίνει ότι όποια θεραπεία εφαρμοστεί θα πρέπει να έχει τους παρακάτω στόχους:
- μέγιστη μείωση της δραστηριότητας της νόσου
- ελάχιστη επίδραση στην καθημερινή ζωή του ασθενούς
- διατήρηση της ανεξαρτησίας του ασθενούς
- διατήρηση της ικανότητας του ασθενούς για δουλειά
- διατήρηση της ποιότητας ζωής του ασθενούς
- καμιά ανησυχία για κύηση ή γονιμότητα
- ευκολία χρήσης
- μέγιστη ανοχή
- μέγιστη ασφάλεια
- αξιόπιστη μακροχρόνια αποτελεσματικότητα.
Οι θεραπείες που υπηρετούν αυτούς τους στόχους μπορεί να είναι ενέσιμες υποδόρια ή ενδομυϊκά, από του στόματος θεραπείες καθώς και ενδοφλέβιες εγχύσεις. Σε πολλές περιπτώσεις είναι σημαντικό οι θεραπευτικές φαρμακευτικές προσεγγίσεις να συνδυάζονται με συνεδρίες εξειδικευμένης φυσικής ιατρικής αποκατάστασης, ώστε αφενός να βοηθούνται τα πάσχοντα άτομα να «ζουν με την ασθένεια» και αφετέρου να προλαμβάνονται τυχόν επιπλοκές της νόσου.
Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας θα πρέπει να λαμβάνουν μέρος στη λήψη των αποφάσεων για την πάθησή τους, κάτι που επισημαίνεται από πολλές κλινικές μελέτες.
Ένα επιπλέον πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η οποιαδήποτε θεραπεία είναι το γεγονός ότι λόγω της χρονιότητας της πάθησης οι ασθενείς συχνά κουράζονται και εγκαταλείπουν την αγωγή ή στρέφονται σε εναλλακτικές θεραπείες. Πολύ συχνά μάλιστα αυτή η κούραση αφορά και τα άτομα-φροντιστές. Η θεραπεία πρέπει να προλαμβάνει αυτά τα σημεία καμπής της ολιστικής αντιμετώπισης της νόσου και να στηρίζει τόσο τον ασθενή όσο και τον φροντιστή, μέσα από προγράμματα ενημέρωσης, ενίσχυσης και αποφόρτισης.
Τμήμα Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας του Metropolitan Hospital
Η Σκλήρυνση κατά Πλάκας είναι μια πολυδιάστατη νόσος και η αντιμετώπισή της απαιτεί μια εξειδικευμένη και πολυπρόσωπη ομάδα, η οποία στην περίπτωση της Μονάδας Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας του Metropolitan Hospital απαρτίζεται από: έναν Διευθυντή Νευρολόγο τρεις Επιμελητές Νευρολόγους με εμπειρία στο γνωστικό αντικείμενο, εξειδικευμένο Νευροψυχολόγο, ενώ υποστηρίζεται γραμματειακά από εξειδικευμένη γραμματέα με 5ετή θητεία σε Μονάδα Σκλήρυνσης κατά Πλάκας Νευρολογικής Πανεπιστημιακής Κλινικής. Η ομάδα αυτή είναι σε διαρκή και ανοιχτή συνεργασία με Φυσίατρο, Ορθοπαιδικό, Ουρολόγο, Οφθαλμίατρο, Παθολόγο και Ψυχίατρο, υποστηρίζεται από Ακτινολογικό, Αιματολογικό και Νευροφυσιολογικό εργαστήριο και πλαισιώνεται από Φυσικοθεραπευτές, Ψυχολόγους και Νοσηλευτές, επαγγελματίες υγείας των οποίων η συμβολή θεωρείται καθοριστική για την αντιμετώπιση των χρόνιων δισεπίλυτων προβλημάτων που ταλαιπωρούν τους πάσχοντες από τη νόσο και τις επιπλοκές της.
Στη Μονάδα η παρακολούθηση των ασθενών γίνεται με τακτικές επανεξετάσεις, ανά 3 ή 6 μήνες, ενώ στα μεσοδιαστήματα, και πάντα σε συνεργασία με τον αντίστοιχο θεράποντα ιατρό (ιδιώτη ιατρό, ιατρό του ταμείου, ιατρό τακτικού ιατρείου άλλης ιδιωτικής ή δημόσιας δομής υγείας), προσφέρονται οι απαραίτητες ιατρικές υπηρεσίες για ολοκληρωμένη και κατά το δυνατόν αποτελεσματική προσέγγιση της νόσου και των επιπλοκών της.