Οι γονείς των παιδιών προ-σχολικής ηλικίας, συχνά αγωνιούν για το ποια θα πρέπει να είναι η εξέλιξη του λόγου και της ομιλίας των παιδιών τους. Η διαδικασία κατάκτησης του λόγου και της ομιλίας δεν είναι εύκολη, αρκεί να σκεφτεί κάποιος ότι, ένας ενήλικας για να φθάσει στο επίπεδο κανονικής ομιλίας, χρειάζεται να κατέχει τα 17 σύμφωνα και τα 7 φωνήεντα της Νεοελληνικής γλώσσας, 300 τρόπους συνδυασμών όλων των φθόγγων, να κατανοεί και να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο 50,000 λέξεων, και να κατέχει 1,000 κανόνες γραμματικής, για να μπορεί να συντάσσει δομημένες προτάσεις.
Οι γονείς έχουν την άποψη ότι, ο λόγος ξεκινάει όταν το παιδί είναι ενός έτους, ενώ στην πραγματικότητα ο λόγος ξεκινάει από την βρεφική ηλικία. Πιο συγκεκριμένα, το βρέφος 0 – 8 εβδομάδων παράγει βιολογικούς ήχους (κλάμα) όταν πεινάει ή όταν πονάει, γουργουρίσματα 8 – 20 εβδομάδων όταν χαλαρώνει στην κούνια, παίζει με τη φωνή του όταν χαλαρώνει μετά το μπάνιο σε ηλικία 20-30 εβδομάδων. Μεταξύ 25 – 50 εβδομάδων, ακούγονται τα σημαντικά ψελλίσματα τύπου εναλασσόμενων συλλαβών, όπου για πρώτη φορά κινείται η γλώσσα πάνω, κάτω, μπροστά πίσω. Ας σημειωθεί ότι, ακόμα και τα παιδιά με βαρηκοϊα αλλά και με σύνδρομο Down, είναι σε θέση να εκφέρουν τα ψελλίσματα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι, θα υπάρξει αντίστοιχη ανάπτυξη λόγου στις περιπτώσεις αυτές. Στο ηλικιακό φάσμα 9 – 18 μηνών, αναπτύσσεται η μελωδική πρόταση.
Όταν το παιδί φτάσει ενός έτους, μπορεί και αντιλαμβάνεται τη φωνή της μητέρας του, το νόημα της διάθεσης της μητέρας του ανάλογα με τον τόνο της φωνής της, σηκώνει το χέρι του να χαιρετήσει όταν η μητέρα του πει «κάνε γειά».Η εμφάνιση των πρώτων λέξεων πραγματοποιείται συνήθως στους 12 μήνες. Όμως, ένα παιδί μπορεί να καθυστερήσει να εκφέρει τις πρώτες του λέξεις και μέχρι την ηλικία των 20 μηνών. Ειδικοί ερευνητές αναφέρουν ότι, ένα παιδί για να μεταπηδήσει από τις 10 λέξεις στις 50, χρειάζεται περίπου 5 μήνες. Σε αυτή την ηλικία, για να κατανοήσει ένα παιδί το νόημα της λέξης, θα πρέπει η λέξη να συνοδεύεται απο τα κοινά της χαρακτηριστικά (για παράδειγμα, για να κατανοηθεί η λέξη «πιάτο», το «πιάτο» θα πρέπει να βρίσκεται πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και να έχει φαγητό μέσα).
Οταν το παιδί φτάσει την ηλικία των 2 ετών, τα θέματα συζήτησης που επιλέγει να μας μιλήσει, αφορούν σχεδόν πάντα το παρόν, και σχεδόν ποτέ το παρελθόν. Μας μιλάνε για τα οικεία τους πρόσωπα, για ενέργειες που έχουν τα ίδια πραγματοποιήσει, για το φαγητό, για μέλη του σώματός τους, για τον ρουχισμό τους, για τα ζώα που έχουν δεί, για οχήματα και παιχνίδια που έχουν παίξει τα ίδια τα παιδιά. Σε αυτή την ηλικία, παρατηρείται ότι τα παιδιά όταν μιλάνε μπορεί να υπερ-γενικεύουν ή να υπο-γενικεύουν. Πιο συγκεκριμένα, όταν υπερ-γενικεύουν, πιθανώς να αποκαλούν «μπαμπά», οποιονδήποτε κύριο έχει αντρική φωνή και μοιάζει στον μπαμπά τους, ενώ όταν υπο-γενικεύουν , αποκαλούν «σκύλο» μόνο το δικό τους τετράποδο ζώο. Και τα δύο αυτά φαινόμενα του λόγου, είναι αντίστοιχα και φυσιολογικά να πραγματοποιούνται σε αυτή τη χρονολογική ηλικία. Ας σημειωθεί ότι σε αυτή την ηλικία χρησιμοποιούνται περισσότερο ουσιαστικά (κατά 80%) και λιγότερο ρήματα (20%). Οι προτάσεις που εκφέρουν τα παιδιά σε αυτή την ηλικία, στόχο έχουν να δείξουν ότι, κάποιος κάνει μια ενέργεια (π.χ. «η κούκλα κοιμάται»), η ενέργεια επηρεάζει ένα αντικείμενο (π.χ. «έκλεισε την πόρτα»), εντοπίστηκε ένα αντικείμενο μέσα στον χώρο (π.χ. «εκεί μέσα»). Σε αυτή την ηλικία, τα παιδιά δεν μιλάνε ακόμα καθαρά και μάλιστα κάποιες αντικαταστάσεις που κάνουν στην ομιλία τους θεωρούνται φυσιολογικές. Για παράδειγμα, μπορεί να αντικαθιστούν ένα οπίσθιο σύμφωνο με ένα πρόσθιο, και να εκφέρουν «τότα» για τη λέξη «κότα», ή ένα εξακολουθητικό σύμφωνο να το αντικαθιστούν με ένα στιγμιαίο σύμφωνο, και να εκφέρουν «σύννεπο» για τη λέξη «σύννεφο». Ας σημειωθεί ότι, σε αυτή την ηλικία είναι φυσιολογικό να μην μπορούν ακόμη να εκφέρουν τα υγρά σύμφωνα «ρ» και «λ».
Ο τρίτος χρόνος ανάπτυξης ομιλίας του παιδιού θεωρείται ο πιο σημαντικός καθώς σε αυτήν την ηλικία παρατηρείται η μεγαλύτερη άνθιση του λόγου ως προς την έκταση και το περιεχόμενο. Πιο συγκεκριμένα, εάν συγκριθεί ο λόγος του δίχρονου παιδιού με τον λόγο του τρίχρονου, γίνεται φανερή η διαφοροποίηση. Δίχρονα παιδιά μιλάνε με προτάσεις 3-4 λέξεων ενώ τρίχρονα παιδιά μιλάνε με προτάσεις 9-10 λέξεων. Δίχρονα παιδιά εκφέρουν προτάσεις με συντακτική δομή υποκείμενο – ρήμα ή ρήμα – αντικείμενο, τρίχρονα παιδιά εκφέρουν προτάσεις με συντακτική δομή υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο – επίρρημα. Οι ερωτήσεις που κάνουν τα δίχρονα παιδιά είναι απλοϊκές (για παράδειγμα ρωτάνε «που είναι ο μπαμπάς ;»), ενώ οι ερωτήσεις που κάνουν τα τρίχρονα παιδιά είναι περισσότερο σύνθετες (για παράδειγμα ρωτάνε «που έβαλε το δώρο μου ο Άγιος Βασίλης ;»). Τα παιδιά στην ηλικία των τριών χρόνων χρησιμοποιούν καταλήξεις που διαχωρίζουν τον ενικό από τον πληθυντικό αριθμό (για παράδειγμα λένε «γάτες»). Χρησιμοποιούν επιθετικούς προσδιορισμούς που διαφοροποιούν τα μεγέθη (για παράδειγμα λένε «μικρούλι»). Σε αυτήν την ηλικία είναι φυσιολογικό να μην μπορούν ακόμη να εκφέρουν το «ρ» ή το «λ».
Στην ηλικία των τεσσάρων ετών, όπου οι προτάσεις που εκφέρουν τα παιδιά ακούγονται πολυπλοκότερες, πλέον χρησιμοποιούνται αιτιολογικοί και χρονικοί σύνδεσμοι για την ένωση μεγαλύτερων προτάσεων. Σε αυτήν την ηλικία, συχνά τα παιδιά εμφανίζουν επαναλήψεις συλλαβών ή λέξεων, το φαινόμενο του πρώιμου τραυλισμού, ο οποίος όμως είναι φυσιολογικός σε αυτή την ηλικία. Στους γονείς, ένας πρώιμος τραυλισμός ακούγεται ιδιαίτερα ανησυχητικός και συνήθως απευθύνονται άμεσα στον λογοπεδικό, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο σε αυτή την ηλικία. Το παιδί, είναι στη φάση που αναδιηγείται και ενώνει μεγαλύτερα μέρη του λόγου και άρα πιθανώς το άγχος του να τα «πει», οδηγεί σε επαναλήψεις στον λόγο του. Στην ηλικία των τεσσάρων ετών, τα παιδιά ακόμη δεν μπορούν να εκφέρουν το «ρ» και το «λ».
Στην ηλικία των πέντε ετών, έχει ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας και τα παιδιά είναι σε θέση ακόμη και να περιγράψουν πως παράγονται οι ήχοι της ομιλίας. Τα πεντάχρονα παιδιά μπορούν πλέον και μιλάνε καθαρά, εκφέροντας όλους τους ήχους. Επιπρόσθετα είναι σε θέση να μιμούνται τοπικές προφορές από διάφορα μέρη. Η κοινωνική τους ικανότητα σε αυτήν την ηλικία εξελίσσεται, και διαφοροποιούν το λόγο τους ανάλογα με την συνθήκη στην οποία βρίσκονται (για παράδειγμα μιλάνε διαφορετικά με τους συνομηλίκους από ότι με τους γονείς τους ή με τους νηπιαγωγούς τους). Το σημαντικότερο επίτευγμα σε αυτήν την ηλικία, είναι η ανάπτυξη της ικανότητας των παιδιών να χωρίζουν ακουστικά τις λέξεις σε μικρότερες μονάδες (ικανότητα της φωνολογικής ενημερότητας). Η ικανότητα αυτή, θα τους βοηθήσει στην πρώτη ανάγνωση και θα ενισχύσει την γραπτή οδό, όταν θα φοιτήσουν στην τάξη της πρώτης δημοτικού.